παντούφλα

παντούφλα
η
βλ. παντόφλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παντούφλα — η βλ. παντόφλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σταχτοπούτα — Ηρωίδα λαϊκού παραμυθιού, προγονή κακιάς μητριάς η οποία τη βασάνιζε με βαριές οικιακές εργασίες. Η Σ., κατά το παραμύθι, συνήθιζε να κάθεται κοντά στο τζάκι, λερωμένη με στάχτες, γεγονός από το οποίο πήρε και το όνομά της. Ο βασιλιάς της χώρας… …   Dictionary of Greek

  • παντόφλα — και παντούφλα, η πρόχειρο υπόδημα, μαλακό και άνετο, που φοριέται μέσα στο σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pantofola < ελλ. παντό φελλος (< παντ[ο] * + φελλός). Κατ άλλη άποψη, η λ. προήλθε από τον τ. πατόφελλος»με πάτο από φελλό». Ο τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”